- νυμφάσματα
- νυμφ-άσματα, τά,A bride's ornaments, Orac. ap. Phleg.Fr.36.10J.cod.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νυμφάσματα — νυμφάσματα, τὰ (Α) κοσμήματα τής νύφης, νυφικά στολίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύμφη, κατά το ὑφάσματα] … Dictionary of Greek
νυμφάσματα — bride s ornaments neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νύφη — και νύμφη, η (ΑΜ νύμφη, Α δωρ. τ. νύμφα Μ και νύφη) 1. γυναίκα που τελεί ή τέλεσε πρόσφατα τους γάμους της, νιόπαντρη 2. η σύζυγος τού γιου σε σχέση με τους γονείς του («διχάσαι νύμφην κατά τής πενθερᾱς αὐτής», ΚΔ) 3. η σύζυγος ενός από τους… … Dictionary of Greek